- αποτρύγι
- αποτρύγι, το και αποτρυγίδι, το και αποτρύγημα, τοσταφύλι που έμεινε στα κλήματα ύστερα από τον τρύγο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αποτρύγι — κ. τρυγίδι, το κ. τρύγια, τα 1. τα σταφύλια που απομένουν στα κλήματα μετά τον τρύγο 2. οι τελευταίες ημέρες του τρύγου … Dictionary of Greek